φα(γ)ητό(ν)

φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό
1) пища, еда; кушанье; блюдо;

κατάλογος φα(γ)ητών — меню;

γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;

2) обед; ужин;

φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;

3) обл аппетит;
§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φα(γ)ητό(ν)" в других словарях:

  • ἧτο — κάθημαι to be seated imperf ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβητό — το θόρυβος, ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + κατάλ. ητό (πρβλ. βογγ ητό, κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • μουγκανητό — το μουγκρητό, μυκηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκανίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, νιαουρ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… …   Dictionary of Greek

  • μουθουνητό — και μουσουνητό, το 1. η ενέργεια τού μουθουνίζω, το ξεφύσημα τών ρουθουνιών με κλειστό το στόμα, ρουθούνισμα 2. η ομιλία με τη μύτη, με έρρινη ομιλία, ρινοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουθουνίζω / μουσουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • μπουμπουνητό — το 1. βροντή 2. πολλές συνεχείς βροντές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουμπουνίζω, κατά τα ουσ. σε ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • χαχανητό — το, Ν παρατεταμένο και ηχηρό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαχαν ίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. ξεφων ητό, ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • Papiro 7Q5 — Fragmento 7Q5. El 7Q5 es la manera como se codifica uno de los restos de papiro bajo el número 5 de la séptima cueva de Qumram. Fue uno de los múltiples restos de papiro descubiertos entre 1947 y 1955. El papiro está escrito en griego por un sólo …   Wikipedia Español

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • μουρμουρητό — το μουρμούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουρμουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλίζω: ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • νιαουρητό — το νιαούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιαουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. χασμουρ ητό)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»